Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
σάνδανον — τὸ, Α* το φυτό σάνταλο. [ΕΤΥΜΟΛ. Αμφίβολη γρφ., πιθ. αντί τού σάνταλον (βλ. λ. σάνταλο), πρβλ. αρχ. ινδ. candana «σανταλόξυλο»] … Dictionary of Greek
σανδάνῳ — σάνδανον sandal wood neut dat sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)